εμψυχωμένος

εμψυχωμένος
η , ο[ν]
1) оживлённый; полный жизни, деятельности; 2) одушевлённый; одухотворённый (о природе, животных); 3) воодушевлённый, вдохновлённый, ободрённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εμψυχωμένος" в других словарях:

  • ένθυμος — ἔνθυμος, ον (Α) [θυμός] εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ... ἐνθύμως πρόθυμα, εγκάρδια …   Dictionary of Greek

  • εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… …   Dictionary of Greek

  • σωματοεμψυχωμένος — η, ον, Μ αυτός που έχει ενσωματωθεί και εμψυχωθεί («ὁ θάνατος σωματοεμψυχωμένος», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐμψυχωμένος «έμψυχος, ζωντανός»] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ομάρ — I (και ορθότερα Όμαρ). Όνομα δύο μουσουλμάνων χαλιφών του 7ου και 8ου αι. 1. Ο. A’ ιμπν αλ Χαττάμπ, ο επιλεγόμενος αλ Φαράκ (= ο Συνετός). Ξάδελφος τρίτου βαθμού του Αμπνταλλάχ, πατέρα του Μωάμεθ, υπήρξε δεύτερος χαλίφης των μουσουλμάνων.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • εμψυχώνομαι — εμψυχώνομαι, εμψυχώθηκα, εμψυχωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ԱՆՁՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0195 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. Որպէս յն. ὐποστατικός, ὐφεστώς subsistens, per se existens Ունակ անձին, կամ ենթակայութեան. ենթակայացեալ. գոյաւոր տիրապէս ինքնութեամբ. *Գոյեղէն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εμψυχώνω — εμψύχωσα, εμψυχώθηκα, εμψυχωμένος, μτβ., μτφ., δίνω σε κάποιον ψυχή (ζωή), τον κάνω έμψυχο, ζωογονώ (άψυχα), ενθαρρύνω (έμψυχα): Με τα νέα λεωφορεία εμψυχώθηκε η αστική συγκοινωνία. – Ο λοχαγός εμψύχωσε τους στρατιώτες του με πατριωτικό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»